- συμβατότητα
- η, Ν [συμβατός]1. η ιδιότητα τού συμβατού, το να είναι κάτι συμβατό με κάτι άλλο2. (πληροφ.) σχετική ιδιότητα δύο υπολογιστών καθένας από τους οποίους μπορεί να εκτελεί προγράμματα καταρτισμένα για τον άλλο χωρίς ανάγκη μεταγλώτισσης ή ανασυγγραφής3. τηλεπ. ιδιότητα μεθόδου ή συστήματος τηλεπικοινωνίας χάρη στην οποία τα αντίστοιχα σήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, με ανεκτή ποιότητα, από συσκευές κατασκευασμένες για άλλο σύστημα.
Dictionary of Greek. 2013.