συμβατότητα

συμβατότητα
η, Ν [συμβατός]
1. η ιδιότητα τού συμβατού, το να είναι κάτι συμβατό με κάτι άλλο
2. (πληροφ.) σχετική ιδιότητα δύο υπολογιστών καθένας από τους οποίους μπορεί να εκτελεί προγράμματα καταρτισμένα για τον άλλο χωρίς ανάγκη μεταγλώτισσης ή ανασυγγραφής
3. τηλεπ. ιδιότητα μεθόδου ή συστήματος τηλεπικοινωνίας χάρη στην οποία τα αντίστοιχα σήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, με ανεκτή ποιότητα, από συσκευές κατασκευασμένες για άλλο σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμβατότητα — η 1. η δυνατότητα σύνδεσης μιας συσκευής ή εξαρτήματός της με άλλη: Η συμβατότητα αυτού του υπολογιστή είναι πολύ μεγάλη. 2. η ένωση και αφομοίωση ενός υγρού ή άλλου υλικού με κάποιο άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • διασταύρωση συμβατότητας — Διαδικασία που χρησιμοποιείται για να καθοριστεί η συμβατότητα ανάμεσα στο αίμα ενός ατόμου που χρειάζεται μετάγγιση και εκείνου ενός πιθανού εθελοντή αιμοδότη. Δείγματα αίματος των δύο ατόμων αναμειγνύονται. Το αίμα που δεν είναι συμβατό… …   Dictionary of Greek

  • Ελευθέριος Βενιζέλος, Διεθνές Αεροδρόμιο — Διεθνές αεροδρόμιο της Αθήνας, το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας το αεροδρόμιο Ελληνικού. Βρίσκεται στην περιοχή των Σπάτων, 25 χλμ. ΒΔ του παλαιού αεροδρομίου και περίπου 17 χλμ. από το κέντρο της Αθήνας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”